- υποφυσεϊκός
- -ή, -ό, Νβλ. υποφυσιακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποφυσιακός — και υποφυσεϊκός, ή, ό, Ν [υπόφυση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόφυση («υποφυσιακή χοάνη») 2. φρ. «υποφυσιακή ανεπάρκεια» βιολ. ανεπάρκεια τής έκκρισης τής υπόφυσης … Dictionary of Greek